ἐναύσεις

ἐναύσεις
ἔναυσις
taking
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔναυσις
taking
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκοί νάνοι — (Αστρον.). Συμπαγείς αστέρες μικρού μεγέθους, κατάλοιπα των πυρήνων κανονικών αστέρων οι οποίοι έχουν εξαντλήσει τα πυρηνικά τους καύσιμα. Σύμφωνα με τις κρατούσες θεωρίες, μετά τη μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους του υδρογόνου ενός αστέρα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”